- στήσαντα
- ἵστημιmake to standaor part act neut nom/voc/acc plἵστημιmake to standaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στήσαντ' — στήσαντα , ἵστημι make to stand aor part act neut nom/voc/acc pl στήσαντα , ἵστημι make to stand aor part act masc acc sg στήσαντι , ἵστημι make to stand aor part act masc/neut dat sg στήσαντε , ἵστημι make to stand aor part act masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς … Dictionary of Greek